- οίκοθεν
- (Α οἴκοθεν και οἴκοθε)επίρρ.1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.)2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.)3. αφ' εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως4. με προσωπική κρίση («λέγειν μὲν οἴκοθεν οὐδέν», Φίλ.)νεοελλ.φρ. «νοείται οίκοθεν» — είναι αυτονόητοαρχ.1. (συχνά χωρίς έννοια κινήσεως) στο σπίτι ή στην πατρίδα («οἴκοθεν τὸν πόλεμον ἔχειν», Πλάτ.)2. εκ φύσεως, εξ ιδιοσυστασίας, από φυσικού («τὸν νοῡν διδάσκαλον οἴκοθεν ἔχουσα», Ευρ.)3. εξ ολοκλήρου, απολύτως («ψευδεῑς οἴκοθεν δόξας ἔχοντες», Αισχίν.)4. (ενάρθρως αντί ουσ.) α) ὁ οἴκοθενο πάτριοςβ) τὰ οἴκοθενοι οικιακές υποθέσεις5. φρ. α) «εὐθὺς οἴκοθεν ὑπάρχει παισὶν οὖσιν» — υπάρχει από μικρή ηλικίαβ) «τὸ γένος οἴκοθεν»(για δούλο) οικογενής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -θεν / -θε* (πρβλ. ουρανό-θεν, ποντό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.